Οι μύκητες έχουν ενοχοποιηθεί για ποικίλες μορφές ρινοκολπίτιδας, καθεμία από τις οποίες έχει διαφορετικά κλινικά χαρακτηριστικά και βαρύτητα. Διαχωρίζονται σε διηθητικές (οξεία κεραυνοβόλος διηθητική μυκητίαση, η κοκκιωματώδης διηθητική μυκητίαση και η χρόνια διηθητική μυκητίαση), που προσβάλλουν κατά κύριο λόγο άτομα με ανοσοανεπάρκεια και μη διηθητικές (μυκήτωμα, σαπροφυτικός αποικισμός και αλλεργική μυκητιασική ρινοκολπίτιδα).
Με εξαίρεση το σαπροφυτικό μυκητιασικό αποικισμό, η κύρια θεραπευτική προσέγγιση όλων των παραπάνω μορφών είναι χειρουργική. Η ταυτόχρονη χορήγηση συστηματικά αντιμυκητιασικών φαρμάκων ενδείκνυται μόνο στη θεραπεία των διηθητικών μορφών, ενώ ωφέλιμη έχει αποδειχθεί η εφαρμογή της ανοσοθεραπείας στην αντιμετώπιση της αλλεργικής μυκητιασικής ρινοκολπίτιδας.
Η διάγνωση της τελευταίας γίνεται με την ιστοπαθολογική εξέταση της βλεννίνης. Ειδικά για το μυκήτωμα, ένας από τους σημαντικότερους προδιαθεσικούς παράγοντες για την ανάπτυξή του αποτελεί η μακροχρόνια αντιβιοτική θεραπεία σε περιπτώσεις χρόνιας ρινοκολπίτιδας. Η ανεπαρκής βλεννοκροσσωτή λειτουργία και ο κακός αερισμός των παραρρινίων κοιλοτήτων σε χρόνια ρινοκολπίτιδα σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού εκ μέρους της φυσιολογικής χλωρίδας οδηγεί σε σημαντικού βαθμού πολλαπλασιασμό μυκήτων.
Αντιθέτως, η οξεία διηθητική μυκητιασική ρινοκολπίτιδα αποτελεί μία οξεία, απειλητική για τη ζωή κατάσταση, κατά την οποία η μυκητιασική φλεγμονή διεισδύει στον υποκείμενο βλεννογόνο ως αποτέλεσμα ανοσοκαταστολής. Έχει την τάση να εξαπλώνεται ταχύτατα και συχνά η πορεία της είναι κεραυνοβόλος, καθώς μπορεί να εξελιχθεί πλήρως σε λίγες μόνο ώρες. Είναι δυνατόν να προσβληθούν οι οφθαλμοί, ο εγκέφαλος, το δέρμα και η υπερώα.