Χαρακτηρίζουμε τη φλεγμονή της μύτης και των παραρρινίων κόλπων όταν τα συμπτώματα διαρκούν λιγότερο από 12 εβδομάδες. Οι παραρρίνιοι κόλποι είναι αεροφόρες κοιλότητες γύρω από την μύτη, διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους και πιο συγκεκριμένα είναι τα ιγμόρεια ή γναθιαία άντρα, οι ηθμοειδείς κυψέλες, οι σφηνοειδείς κόλποι και οι μετωπιαίοι κόλποι. Τα συνηθέστερα συμπτώματα αποτελούν το αίσθημα της ρινικής απόφραξης ή συμφόρησης, καθώς και πρόσθιας ή οπισθορρινικής καταρροής με εκκρίσεις. Παράλληλα, διαπιστώνεται προσωπαλγία ή αίσθημα πληρότητας του προσώπου και μείωση ή απώλεια της οσφρητικής ικανότητας.
Ακρογωνιαίος λίθος της διάγνωσης της νόσου αποτελεί η ενδοσκόπηση της μύτης και του ρινοφάρυγγα, με χαρακτηριστικά ευρήματα τις λεπτόρρευστες ή βλεννώδεις πυώδεις ρινικές εκκρίσεις και το οίδημα του βλεννογόνου κύρια στην περιοχή του μέσου ρινικού πόρου. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγουμε τη χρήση της απλής ακτινογραφίας κόλπων προσώπου. Προδιαθεσικοί παράγοντες αποτελούν οι συχνές λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, η αλλεργική και η αγγειοκινητική ρινίτιδα, καθώς και καταστάσεις που σχετίζονται με δυσλειτουργία των κροσσών (πχ. κυστική ίνωση, σύνδρομο δυσκινησίας των κροσσών).
Επιπροσθέτως, ενοχοποιούνται οι ανατομικές ανωμαλίες που παρεμποδίζουν την ευχερή αποχέτευση των παραρρινίων κόλπων (πχ. η μεγάλη σκολίωση του ρινικού διαφράγματος και η αυξημένη πνευμάτωση της μέσης ρινικής κόγχης), η επίμονη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και η ανοσοκαταστολή. Υπάρχουν βέβαια και οι οδοντογενείς ιγμορίτιδες, εξαιτίας μετάδοσης της φλεγμονής τοπικά από οδόντα της άνω γνάθου (απαραίτητη η οδοντιατρική εκτίμηση).
Σε παραμονή της συμπτωματολογίας για πάνω από 7 ημέρες τίθεται η κλινική υποψία της οξείας βακτηριακής ρινοκολπίτιδας, που αντιμετωπίζεται με λήψη αντιβίωσης. Στα παιδιά η υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων και οι συχνές λοιμώξεις αυτών (αδενοειδίτιδες) φαίνεται να προδιαθέτουν για ρινοκολπίτιδες.