Αποτελεί παθολογική κατάσταση μη φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ του έσω ωτός και της κοιλότητας του μέσου ωτός. Συνήθως τα συρίγγια συμβαίνουν στην ωοειδή ή την στρογγύλη θυρίδα.
Η κύρια συμπτωματολογία περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια ιλίγγου μικρής σχετικά διάρκειας, εκλυόμενα κυρίως μετά από βήχα, πταρμό ή ασκήσεις προσπάθειας. Αυτά συνήθως συνοδεύονται με κυμαινόμενη νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, αίσθημα ωτικής πληρότητας ή πίεσης και εμβοές, με συμπτώματα δηλαδή που σε γενικές γραμμές προσομοιάζουν έναν ενδολεμφικό ύδρωπα.
Στην αιτιοπαθογένειά τους περιλαμβάνεται ο τραυματισμός, μετεγχειρητική ωτοχειρουργική επιπλοκή (όπως για παράδειγμα μετά από αναβολεκτομή, οσταριοπλαστική, κοχλιακή εμφύτευση), μικροσχισμές της στρογγύλης ή ωοειδούς θυρίδας (αυτόματα συρίγγια), η άσκηση υπερβολικής πίεσης και συγγενείς ανωμαλίες των κροταφικών οστών.
Επιπροσθέτως, δύναται να έπονται οστικής διάβρωσης κύρια στον οριζόντιο ημικύκλιο σωλήνα λόγω χρόνιας χολοστεατωματώδους μέσης ωτίτιδας.
Η δοκιμασία – τεστ του συριγγίου που διενεργείται με ένα πνευματοσκόπιο είναι συχνά ανακριβής και μη αξιόπιστη. Μελέτη για την χρήση της β2- τρανσφερρίνης (b2- [asialo] transferring) ως αξιόπιστη εξέταση για την διάγνωση του συριγγίου έχει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Επειδή η εξέταση πραγματοποιείται σε ένα μείγμα με σχετικές ποσότητες ορού και περιλέμφου, η ποικίλες τιμές τρασφερρίνης συνήθως δεν έχουν αξιόπιστο διαγνωστικό χαρακτήρα. Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η διάγνωση πιθανολογείται με την κλινική εξέταση και το ιστορικό και επιβεβαιώνεται με την ερευνητική τυμπανοτομή και φυσικά με την ανταπόκριση των ασθενών στη χειρουργική αντιμετώπιση.