Όταν τα συμπτώματα της φλεγμονής της μύτης και των παραρρινίων κόλπων διαρκούν περισσότερο από 12 εβδομάδες χωρίς να παρουσιάζουν ύφεση. Η χρόνια ρινοκολπίτιδα βέβαια δύναται να παρουσιάζει και εξάρσεις. Διακρίνεται σε 2 μορφές, με και χωρίς ρινικούς πολύποδες. Οι ρινοπολύποδες μπορεί να αποφράσσουν τα στόμια αερισμού και αποχέτευσης των κόλπων, με αποτέλεσμα στάση των εκκρίσεων και ανάπτυξη φλεγμονής.
Ο ρόλος της αξονικής τομογραφίας του σπλαχνικού κρανίου 3 επιπέδων υψηλής ευκρίνειας είναι σημαντικός σε επιμονή των συμπτωμάτων παρόλο τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή, σε υποψία επιπλοκών και όταν προγραμματίζεται χειρουργική αντιμετώπιση με την λειτουργική ενδοσκοπική χειρουργική ρινός – παραρρινίων.
Η μονόπλευρη απόφραξη από μορφώματα, η ρινορραγία, η υπαισθησία του προσώπου και η παράλυση των οφθαλμοκινητικών μυών εγείρουν την υποψία νεοπλασίας – όγκων ρινός και παραρρινίων κόλπων. Τα αποσυμφορητικά χρησιμοποιούνται για μικρό χρονικό διάστημα και συμβάλλουν στην αποκατάσταση της βατότητας των παραρρινίων κόλπων.
Σημαντικό ρόλο κατέχουν οι ρινοπλύσεις με φυσιολογικό ορό ή αποστειρωμένο θαλασσινό νερό, με τις οποίες γίνεται ένας μηχανικός καθαρισμός της μύτης και απομάκρυνση των κρούστων και των συγκριμάτων, οδηγώντας σε καλύτερη λειτουργία του βλεννοκροσσωτού συστήματος.
Είναι επίσης τεκμηριωμένη η χρήση ενδορρινικών σπρέι στεροειδών λόγω της αποιδηματικής και αντιφλεγμονώδης δράσης τους. Η χορήγηση συστηματικών στεροειδών φαίνεται να έχει ευεργετική δράση μόνο στην ελάττωση του πόνου, ενώ τα αντιισταμινικά βοηθούν μόνο σε συνυπάρχουσα αλλεργική ρινίτιδα.
Οι επιπλοκές της ρινοκολπίτιδας μπορούν να είναι οφθαλμικές (κυτταρίτιδα, απόστημα, θρόμβωση του σηραγγώδους κόλπου), οστικές (οστεομυελίτιδα, όγκος του Pott) και ενδοκρανιακές (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλικό απόστημα). Άλλες αποτελούν οι βλεννογονοκήλες, η διάτρηση του ρινικού διαφράγματος και το απόστημα του δακρυϊκού αδένα.